ζύγιος

ζύγιος
ζύγιος, -ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν]
1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.)
2. ζυγίτης
3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.)
4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζύγιον
υποζύγιο ζώο
6. (επίθ. θεοτήτων και κυρίως τής Ήρας και τής Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο
7. πάπ. (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό βάρος, που δεν είναι λιποβαρής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζύγιος — of masc nom sg ζύγιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίους — ζύγιος of masc acc pl ζύγιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγιοι — ζύγιος of masc nom/voc pl ζύγιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίη — ζύγιος of fem nom/voc sg (epic ionic) ζυγία maple fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίην — ζύγιος of fem acc sg (epic ionic) ζυγία maple fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίης — ζύγιος of fem gen sg (epic ionic) ζυγία maple fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίῃ — ζύγιος of fem dat sg (epic ionic) ζυγία maple fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγιον — neut nom/voc/acc sg ζύγιος of masc acc sg ζύγιος of neut nom/voc/acc sg ζύγιος of masc/fem acc sg ζύγιος of neut nom/voc/acc sg ζυγέω march in line imperf ind act 3rd pl (doric) ζυγέω march in line imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιζύγιος — ἡμιζύγιος, ον (Α) αυτός που ισορροπεί, που είναι μισός από το ένα μέρος και μισός από το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζύγιος (< ζυγόν), πρβλ. βου ζύγιος, υπο ζύγιος] …   Dictionary of Greek

  • ζυγίων — ζύγιον neut gen pl ζύγιος of fem gen pl ζύγιος of masc/neut gen pl ζύγιος of masc/fem/neut gen pl ζυγέω march in line pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”